σταθερά — η, Ν βλ. σταθερός … Dictionary of Greek
σταθερᾷ — σταθερός standing fast fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αερίων, παγκόσμια σταθερά των- — Θερμοδυναμικό μέγεθος· R = 0,082056 λίτρα ατμόσφαιρες (βλ. λ. θερμοδυναμική) … Dictionary of Greek
ηλιακή σταθερά — Το ποσό της ηλιακής ενέργειας που δέχεται ανά λεπτό η μονάδα της επιφάνειας που έχει τοποθετηθεί κάθετα προς τις ηλιακές ακτίνες, έξω από τη γήινη ατμόσφαιρα και στη μέση απόσταση Γης Ηλίου. Ο υπολογισμός της η.σ. γίνεται με βάση τον νόμο Ι = Ι0… … Dictionary of Greek
σταθεράν — σταθερά̱ν , σταθερός standing fast fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθεράς — σταθερά̱ς , σταθερός standing fast fem acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθερός — ή, ό / σταθερός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ά, Ν, και σταθηρός, ά, όν και ιων. τ. θηλ. ή, Α 1. αυτός που στέκεται στερεά, ευσταθής, αμετακίνητος (α. «σταθερό έδαφος» β. «σταθερό κτήριο» γ. «σταθερά γαῑα», Οππ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) αμετάβλητος (α.… … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
έλλειψη — Απουσία, ανυπαρξία· ανεπάρκεια, ατέλεια, ελάττωμα. Ο όρος έ. αναφέρεται σε ένα σχήμα λόγου, στο οποίο παραλείπονται μία ή περισσότερες λέξεις που εύκολα εννοεί ο ακροατής, με σκοπό να εκφραστεί συντομότερα ή πυκνότερα μια σκέψη. Αυτή η συντομία… … Dictionary of Greek
Γκάιγκερ-Νατάλ, σχέση — Όρος της φυσικής. Αναφέρεται στην εμπειρική ανακάλυψη –το 1911– από τους φυσικούς Γ. και Ν., της σχέσης ανάμεσα στην εμβέλεια (R) ενός σωματίου άλφα που εκπέμπεται από ένα ραδιενεργό υλικό και τη σταθερά διάσπασής του (λ): log λ = Α + Β log R,… … Dictionary of Greek